- θεηλάτους
- θεήλατοςdriven by a godmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεήλατος — η, ο (AM θεήλατος, ον) 1. αυτός που καταδιώκεται από τον θεό («θεηλάτου βοός δίκην», Αισχύλ.) 2. ο σταλμένος από τον θεό, ο μοιραίος («μή τι καί θεήλατον τοὔργον τόδε», Σοφ.) αρχ. 1. αυτός που καθοδηγείται από τον θεό 2. ο κατασκευασμένος για… … Dictionary of Greek